- νιφετός
- ο (Α νιφετός) χιόνι που πέφτει, πτώση χιονιού, χιονοθύελλααρχ.1. βροχή, υετός2. μτφ. καθετί που πέφτει ραγδαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- τού νείφει «χιονίζει + επίθημα -ετός (πρβλ. υετός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιφετός — falling snow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῖο — νιφετός falling snow masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῖς — νιφετός falling snow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῖσι — νιφετός falling snow masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῖσιν — νιφετός falling snow masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοί — νιφετός falling snow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῦ — νιφετός falling snow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετούς — νιφετός falling snow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετῶν — νιφετός falling snow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετῷ — νιφετός falling snow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)